Saturday, January 6, 2007

Της Κορέας

Σήμερα είχαμε την εμφάνιση 8 νέων εθελοντών από την Νότιο Κορέα. Ήρθαν όλοι μαζί, ηλικίες 18 με 22, ντυμένοι με τα καλά τους και «μαζεμένοι», φοιτητές της Γεωπονικής. Χαμηλές φωνές, ντροπαλά βλέμματα, ευγενικές χειραψίες. Ελαφρώς «ψαρωμένοι». Ταξίδεψαν για ένα μήνα σε όλο το Ισραήλ και κατέληξαν εδώ για τις τελευταίες έξι εβδομάδες. Τυχεροί, αφού ήδη στο Γιοτβάτα υπάρχει εδώ και δύο μήνες ένας Κορεάτης εθελοντής, ο Γιούν – ήταν ο συγκάτοικός μου τον πρώτο μήνα, πριν μετακομίσω μαζί με τη Ρενάτα. Και θα τους δώσει tips & hints για το μέρος – τι «παίζει» και τι δεν «παίζει» εδώ.

Ο Γιούν, 24 χρονών είναι από τη Νότιο Κορέα. Μετά από ένα μήνα στο ίδιο δωμάτιο, είναι μάλλον απίθανο να θυμηθώ τον ήχο της φωνής του. Άριστα αγγλικά, «σπαστά» εβραϊκά, αλλά άφωνος. «Καλημέρα», «καλησπέρα» και μέχρι εκεί. Όχι ντροπαλός ή εσωστρεφής – έκανε καλή παρέα με τους τύπους από το Εκουαδόρ και γυρνούσε στο δωμάτιο 3 το πρωί, χόρευε στη ντίσκο, στις πλάκες πάντα μέσα. Τον ξέρουν όλοι στο Κιμπούτς. Σκυλί στην δουλειά στην τραπεζαρία όπου εργάζεται, πολύ καθαρός και τακτικός στο δωμάτιό μας, ενώ ότι και να του ζητήσεις, τσακίζεται πάντα να σε βοηθήσει. Απλά, ο Γιούν είναι ακραία λιγομίλητος. Η απάντήση του είναι πάντα όσες λέξεις χρειάζεται για να θεωρηθεί πλήρης. Το ίδιο και η κάθε δήλωσή του. Λακωνικός.

Μεγάλο «τσακάλι» στην τεχνολογία (μου έφτιαξε το λάπτοπ σε 20’, όταν σε άλλους πήρε εβδομάδες), δούλευε για ένα χρόνο στο Ι.Τ. business στην χώρα του. Πιστός χριστιανός, διαβάζει κάθε βράδυ ένα βιβλίο με τίτλο «Τον άρτον ημών τον επιούσιον» και στο dinning room πάντα κάνει διακριτικά την προσευχή του, πριν και μετά το φαγητό.

Δεν πίνει αλκοόλ, ούτε τίποτε άλλο που θα μπορούσε να διαταράξει το στάτους της εντελώς flat μακαριότητας του. Μια φορά τον είδα να εκνευρίζεται – όταν κάποιος πήρε από το συρτάρι του ένα κοινόχρηστο κλειδί, χωρίς να τον ρωτήσει. Το μόνο που είπε ήταν «aaah, ze lo beseder!» (στα εβραϊκά σημαίνει «ααα, όχι εντάξει αυτό!») – α, και δεν χαμογελούσε, όπως συνήθως. Ναι, ήταν πραγματικά τσατισμένος, αλλά αυτός είναι ο τρόπος του. Δεν πρέπει να έχει ουρλιάξει ποτέ στη ζωή του.

(Ναι, ξέρω ότι με βρίζεται όλοι – αυτός ήταν ο ΙΔΑΝΙΚΟΣ συγκατοικός μου για ένα μήνα, ο Γιούν. Μέχρι πριν μια εβδομάδα, όμως, γιατί τώρα μένω με την Ρενάτα και έχω γίνει εγώ ο λιγομίλητος, ο εργατικός και ο πειθαρχημένος…).

Γνώρισα άλλον έναν Κορεάτη, στο Λαχάβ, τον Τσάνγκ, 25 χρονών. Ίδια φάση – λιγομίλητος, χαμογελαστός, ευγενικός, εργατικός. Την πρώτη φορά που τον είδα, με την «αφέλεια ενός ξένου», τον ρώτησα, για να τον «πικάρω», αν είναι από τη Βόρειο ή από τη Νότιο Κορέα – μισούνται μεταξύ τους. Το ύφος του σοβάρεψε και μου είπε: «Από τη Νότια, φυσικά. Έχεις γνωρίσει ποτέ κανέναν από τη Βόρεια;» – χα! Μετά, μου έδειξε κάτι φοβερές φωτογραφίες από ένα δυτικού τύπου posh παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο, μου είπε ότι είναι η πόλη του και με κάλεσε για διακοπές. Του είπα ότι θα πάω.

Οι οκτώ σημερινοί φαίνονται κάπως πιο ζωηροί, είναι και πιο πιτσιρίκια, φοιτητές, μες στο χαβαλέ. Τρία κορίτσια και πέντε αγόρια. Το εντυπωσιακό είναι ότι αποφάσισαν ομόφωνα, κατά την ώρα του γεύματος, μαζί με τον Γιουν, ότι στο Κιμπούτς θα μιλάνε Κορεάτικα μόνο στα δωμάτιά τους, όταν είναι μόνοι και όλες τις άλλες ώρες, ακόμα κι αν δεν είναι κανένας μη Κορεάτης μπροστά, θα μιλάνε μόνο αγγλικά. Η πλάκα είναι ότι θα το τηρήσουν απαρέγκλιτα για όσο θα μείνουν εδώ – και θα είναι ένα άριστο crash course για τα αγγλικά τους.

Όλοι είναι χαρούμενοι εδώ – ο μέσος Κορεάτης είναι ευγενικός, εργατικός, ήσυχος και πάνω απ’ όλα δείχνει να σέβεται τα αυτονόητα και τους γύρω του, να έχει ηθικές αρχές που δεν παραβαίνει ποτέ, να «δένει» καλά με το περιβάλλον. Κάποιος θα έλεγε: «Έχεις γνωρίσει μόνο μεμονωμένους, κάτσε να τους δεις και πως λειτουργούν όταν είναι σε μια μεγάλη ομάδα». Μπα, δεν «παίζει». Αν διαψευστώ, δεσμεύομαι να αυτό-μαστιγωθώ δημόσια στο blog! Αλλά, είπαμε, δεν «παίζει»…

Υ.Γ.1: Κάντε την αναγωγή με 8 Έλληνες φοιτητές της Γεωπονικής, που θα μιλάνε όλοι μαζί μόνο ελληνικά στην τραπεζαρία, θα είναι very loud σε όλες τις εκδηλώσεις τους, θα λουφάρουν στη δουλειά, θα γίνονται ντίρλα κάθε μέρα και δεν θα ξυπνάνε το πρωί κοκ.. Μήπως είμαι υπερβολικός; Μπορεί. Πάντως, οι latinos που είναι εδώ – Εκουαδόρ, Μεξικό, Αργεντινή – κάπως έτσι είναι…

Υ.Γ.2: Ρώτησα τη Βούλα, μια Κύπρια με 4 τέσσερα παιδιά, που έχει παντρευτεί έναν Κιμπούτσνικ και ζει εδώ πολλά χρόνια, αν έχει έρθει Έλληνας ή Έλληνες στο Γιοτβάτα. «Μπα, όχι» μου είπε «Ποτέ. Ο πρώτος είσαι…». Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία 40 χρόνια που τα κιμπούτς λειτουργούν με εθελοντές, οι Έλληνες που έχουν έρθει μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού…

Υ.Γ.3: Γιατί, άραγε; Το ψάχνω και θα σας πω σε λίγες μέρες, αναλυτικά, τι πιστεύω – θα αγγίξουμε βαθιά το θέμα αν θα μπορούσαν να «παίξουν» Έλληνες σε ένα κιμπούτς και πως θα ήταν η εμπειρία.

Wednesday, January 3, 2007

Tuesday, January 2, 2007

Μοντέλο κοινωνίας;

Το Κιμπούτς Γιοτβατά κρατάει την πολύ-πολιτισμικότητα ως σημείο αναφοράς της ύπαρξής του. Κάθε μεσημέρι, στην κοινή τραπεζαρία ένα απίστευτο μείγμα ανθρώπων, από όλες τις γωνιές του κόσμου, ανακατεύεται στα μακριά τραπέζια, τρώει από το ίδιο πιάτο, πίνει νερό από την ίδια κανάτα. Συζητάει, γελάει, συμφωνεί, διαφωνεί, συνεννοείται, συνεργάζεται, συνυπάρχει.

Εβραίοι της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, αλλά και της Υεμένης, της Αγγλίας, Ρωσίας, της Πολωνίας, που διάλεξαν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής και εγκαταστάθηκαν εδώ. Φαίνονται όλοι ξένοιαστοι και χαρούμενοι. Η περιοχή εδώ, δεν είναι κοντά σε «καυτές ζώνες» (πχ. Λίβανος, Γάζα, Δυτική Όχθη), αλλά τέρμα νότια, στον κόλπο του Ειλάτ, στα πιο «φιλικά» σύνορα του Ισραήλ: Την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Το κλίμα από τα πολεμικά μέτωπα δεν φτάνει εδώ. Η φωνή του Ναχμαντινετζάντ δεν ακούγεται. Η ζωή κυλάει ήσυχα, ειρηνικά, χωρίς πολλές τηλεοράσεις και ειδησεογραφία.

Στις ίδιες καρέκλες της τραπεζαρίας, ανακατεμένοι με τους Κιμπούτσνικς, εθελοντές από όλο τον κόσμο. Ανάμεσα στους 35 που είμαστε εδώ, μετράω 15 εθνικότητες: Η.Π.Α., Εκουαδόρ, Μεξικό, Αργεντινή, Αγγλία, Γαλλία, Φινλανδία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ινδία, Ιαπωνία, Κορέα, Νότιος Αφρική, Ισπανία, Τουρκία. Όλες οι ηλικίες, από 18 χρονών μέχρι 35, αγόρια και κορίτσια. Όλες και όλοι δείχνουν να έχουν μια δόση τρέλας, μια «σκαστή» εκκεντρικότητα. Σίγουρα – για να αφήσεις το σπίτι σου στη άλλη άκρη της γης και να έρθεις στην έρημο Νέγκεβ να αρμέγεις αγελάδες…

Μαζί μας είναι και καμιά δεκαριά πολιτικοί πρόσφυγες από το Σουδάν. Αυτοί έχουν τη δική τους ιστορία. Ξέφυγαν από την Ισλαμιστική κυβέρνηση, αρχικά έμειναν στην Αίγυπτο κι από ‘κει Βεδουίνοι δουλέμποροι τους «πέρασαν» στο Ισραήλ. Αμέσως μετά, οι ίδιοι οι δουλέμποροι τους «έδωσαν» στην αστυνομία, η οποία έκανε «τυχαία» έφοδο στο διαμέρισμα που είχαν καταλύσει, τρεις μόλις ώρες μετά την άφιξή τους. Και μετά, φυλακή, παρέμβαση ΟΗΕ, Κιμπούτς Γιοτβατά.

Ο πιο μεγάλος σε ηλικία από αυτούς, ο Ντάνγκ, 46 ετών, έχει δώσει συνεντεύξεις μέχρι και στο CNN, το TIME κά. διεθνή Media. Εδώ μένουν μέχρι να φύγουν, αντί για να κρατούνται από την αστυνομία: Ο ΟΗΕ έχει αναλάβει να τους βρει τη χώρα που θα τους δεχθεί για μόνιμα, πιο πιθανές είναι η Αυστραλία και ο Καναδάς. Η απόφαση γι’ αυτούς αναμένεται μέσα στο 2007, στο Γιοτβατά ζουν εδώ και ενάμιση χρόνο και μετά απ’ όσα πέρασαν, νιώθουν πως είναι στον Παράδεισο. Και είναι.

Κι ακόμα, Ταϊλανδοί και Ινδοί εργάτες στις αγελάδες και στα χωράφια, που δεν ανακατεύονται, όμως, ποτέ με όλους τους υπόλοιπους. Τρώνε σε μεγάλες παρέες με τους ομοεθνείς τους, μοιράζονται πάντα το ίδιο τραπέζι. Πήγα πολλές φορές να κάτσω μαζί τους. Με υποδέχονται με πλατιά χαμόγελα, ενώ οι Ινδοί με χαιρετούν ένας – ένας, με χειραψία. Τα κορίτσια είναι πιο ντροπαλά, κοιτάζουν χαμηλά όταν σε χαιρετούν – η Ανατολή, από την Ελλάδα και πέρα, τα «κρατάει» αυτά…

Οι Ταϋλανδοί τρώνε πολύ ψάρι, ρύζι και σαλάτα. Συχνά μαγειρεύουν στα δωμάτιά τους, τις δικές τους γεύσεις και σου «σπάνε» τη μύτη. Οι Ινδοί είναι μακράν οι πρωταθλητές στο Ίντερνετ. Γύρω στους 30 συνολικά (20 εργάτες και 10 εθελοντές), πρέπει να κάθονται το λιγότερο 3-4 ώρες την ημέρα ο καθένας μπροστά στην οθόνη, με πολύ chat στο msn και περιπλάνηση. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα τέτοια εξοικείωση με το Διαδίκτυο από 19χρονα παιδιά μιας χώρας που αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα φτώχιας και αναλφαβητισμού. Κι όμως, η Ινδία είναι online.

Το Γιοτβατά επιδιώκει την διάδραση, το μπόλιασμα με τον πλανήτη. Κάθε μέρα. Στο πρωινό, στη δουλειά, στο μεσημεριανό, στις εκδηλώσεις, στα σπορ, στο δείπνο. Προβάλει την διαφορετικότητα, ρίχνει τον προβολέα στις εθνικές κουλτούρες. Είναι αυτό το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίζει από ένα οποιοδήποτε χωριό, οπουδήποτε. Είναι αυτό το στοιχείο που το κάνει ένα ξεχωριστό Κιμπούτς, σε σχέση με άλλα.

Είναι αυτό που του δίνει ζωντάνια, φρεσκάδα, δημιουργικότητα, έμπνευση, θετική ενέργεια. Μόλις 50 χιλιόμετρα από το υπερ-τουριστικό Ειλάτ, είναι μια μικρή, αλλά παγκόσμια κοινότητα 600 ανθρώπων, που ζει σε έναν άλλο κόσμο. Χωρίς ενοίκια, λογαριασμούς, τράπεζες και άγχος επιβίωσης. Χωρίς εγκληματικότητα, διαφθορά, στρες και αγωνίες. Χωρίς φανατισμούς, μίσος, αδικίες και διακρίσεις. Εδώ πλέον φαίνεται ξεκάθαρα ότι το Κιμπούτς, αυτή η ακραία (ακόμα και για την εποχή της) κομμούνα, όχι μόνο έχει λόγο ύπαρξης στον 21ο αιώνα, αλλά έχει πολλά ακόμα να πετύχει και να διδάξει…

«Ρατσισμός εδώ; Όχι, όχι» μου είπε ο Ντάνγκ ένα βράδυ που τον ρώτησα αν αισθάνεται ότι τον βλέπουν με διαφορετικό μάτι. «Αφού δεν υπάρχουν ΧΡΗΜΑΤΑ εδώ, όλοι είμαστε ίσοι και κανείς δεν θέλει και δεν έχει λόγο να εκμεταλλευτεί κανέναν». Αυτή την παρατήρησή του, την κράτησα στο μυαλό μου. Δεν είναι η διαφορετικότητα και το ανακάτεμα των φυλών που φέρνει τον ρατσισμό. Είναι το ΧΡΗΜΑ. Δείτε το παράδειγμα του Γιοτβατά – οποιαδήποτε διάκριση εδώ, είναι απλά αδιανόητη.

Θα επανέλθω σύντομα σ’ αυτό…